μαγνητόφωνο(ν)

μαγνητόφωνο(ν)
το магнитофон;

ταινία μαγνητόφώνου — магнитофонная лента


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "μαγνητόφωνο(ν)" в других словарях:

  • μαγνητόφωνο — Συσκευή, η λειτουργία της οποίας βασίζεται σε μαγνητικά φαινόμενα και η οποία χρησιμοποιείται για την εγγραφή, σε ειδική ταινία, και την αναπαραγωγή ήχων. Ουσιαστικά βασίζεται στη δυνατότητα μαγνήτισης εξ επαγωγής ενός στρώματος οξειδίου του… …   Dictionary of Greek

  • μαγνητόφωνο — το συσκευή που καταγράφει τους ήχους σε μαγνητοταινία και τους αναπαράγει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαγνητοφωνώ — [μαγνητόφωνο] εγγράφω σε ήχους σε μαγνητόφωνο …   Dictionary of Greek

  • Magnetophon — This article is about the tape recorder. For the music group, see Magnetophone. Magnetophon from a German r …   Wikipedia

  • κασετόφωνο — το μαγνητόφωνο με μαγνητοταινίες σε κασέτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασέτα + φωνο (< φωνή), πρβλ. γραμμό φωνο, μεγά φωνο] …   Dictionary of Greek

  • μαγνήτης — Έτσι ορίζεται οποιοδήποτε σώμα ικανό να έλκει σιδηρομαγνητικά υλικά. Η ιδιαίτερη συμπεριφορά των φυσικών μαγνητικών υλικών (Fe3O4) ήταν γνωστή από τα αρχαιότατα χρόνια και οι Κινέζοι χρησιμοποιούσαν ήδη από τα προχριστιανικά χρόνια την ιδιότητα… …   Dictionary of Greek

  • ραδιομαγνητόφωνο — το, Ν (ραδιοτ.) συνδυασμός ραδιοφωνικού δέκτη και μαγνητοφώνου σε μια ενιαία συσκευή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ραδιόφωνο* + μαγνητόφωνο*] …   Dictionary of Greek

  • φωνογράφος — Συσκευή που χρησιμοποιείται για την εγγραφή, την αποτύπωση και την αναπαραγωγή του ήχου. Ο φ. υπήρξε εφεύρεση του Αμερικανού Θωμά Έντισον (1877) και είναι η πρώτη συσκευή εγγραφής και αναπαραγωγής του ήχου. Στους πρώτους φ., εγγραφή γινόταν με… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • ήχου, εγγραφή — Σύνολο τεχνικών λειτουργιών που επιτρέπουν τη μεταφορά των χαρακτηριστικών του ήχου πάνω σε ένα κατάλληλο υλικό, ικανό να το διατηρεί και να το αναπαράγει. Η ε.ή. μπορεί να γίνει με μεθόδους οπτικο φωτογραφικές (που χρησιμοποιούνται για τον… …   Dictionary of Greek

  • ντοκιμαντέρ — Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από την κινηματογραφική κριτική ως επίθετο. Τον δημιούργησε ο Τζον Γκρίρσον, ο οποίος, το 1926, στην κριτική του για την ταινία Μοάνα του Ρόμπερτ Φλάερτι, που δημοσίευσε στην εφημερίδα Sun της Νέας Υόρκης,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»